- Ευγενικό
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 133 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διδυμοτείχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Evgeniko — Ευγενικό Location … Wikipedia
Didymoticho — Gemeinde Didymoticho Δήμος Διδυμοτείχου (Διδυμότειχο) … Deutsch Wikipedia
αβρός — (abrus). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει θάμνους διακοσμητικούς, ιθαγενείς των θερμών χωρών. Τα φύλλα τους είναι πτεροειδή και τα σπέρματά τους ωοειδή. Πολλαπλασιάζονται εύκολα με σπέρματα και μπορούν να ευδοκιμήσουν στα… … Dictionary of Greek
αισθηματικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε ευγενικό ανώτερο αίσθημα 2. αισθηματίας, ευαίσθητος, τρυφερός 3. (για μυθιστορήματα, ταινίες κ.ά.) αυτός που έχει ως κύρια υπόθεση ιστορία αγάπης, ερωτική περιπέτεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσθημα. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek
γεννικός — γεννικός, ή, όν (Α) [γέννα] 1. ο γενναίος, αυτός που έχει ευγενικό ήθος 2. (για πράγματα) ο εξαιρετικής ποιότητας … Dictionary of Greek
εκλεπτύνω — (AM ἐκλεπτύνω) καθιστώ κάτι λεπτό, ελαττώνω το πάχος ή την τραχύτητα νεοελλ. καθιστώ κάτι λεπτότερο, πιο ευγενικό, πιο πολιτισμένο αρχ. διυλίζω … Dictionary of Greek
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… … Dictionary of Greek